ἐξαλείψαι

ἐξαλείψαι
ἐξαλείψαῑ , ἐξαλείφω
plaster
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξαλεῖψαι — ἐξαλείφω plaster aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”